Υπάρχουν στιγμές που το μυαλό είναι γεμάτο από σκέψεις, δεκάδες μικρές κίτρινες σημειώσεις κολλημένες άτακτα στον καμβά των εγκεφαλικών συνδέσμων. Στιγμές που στην ουσία όμως καμία σκέψη δεν επικρατεί και κανείς απλώς περιδιαβαίνει στους μικρούς αυτούς λαβύρινθους με μία αίσθηση χαμένου και μία δόση μελαγχολίας.
Ίσως φταίει η μικρή απόδραση του σαββατοκύριακου, που έβγαλε το νου από τις συνηθισμένες παραστάσεις. Μακριά από την πρωτεύουσα, μακριά από τα συνηθισμένα κτίρια και πρόσωπα, σε καινούργια τοπία, καινούργιους ρυθμούς και καινούργια χρώματα.
Καθισμένη με την παρέα μου στην δεσπόζουσα πλατεία με τον τεράστιο πλάτανο και θέα ένα καταπληκτικό γραφικό λιμανάκι, άκουγα έναν ντόπιο να αποκαλεί τον τόπο επίγειο παράδεισο. Έλεγε πως μπορούσε να είναι με το ποδήλατο σε 5 λεπτά στη δουλειά του ή σπίτι του, πως ο ελεύθερος χρόνος του δεν καταναλώνονταν στην κίνηση. Εγώ αντιπαρέβαλα πως όπως συνηθίσει κανείς, πως στην Αθήνα η μισή και μία ώρα για να πάει κανείς στη δουλειά του είναι κάτι που όλοι σχεδόν έχουμε αποδεχτεί και συνηθίσει, πως μας φαντάζει, ειρωνικά, 'φυσιολογικό'. Δεν ξέρω αν ήμουν πειστική, όχι τόσο προς τον άνθρωπο αυτόν αλλά προς εμένα την ίδια. Μάλλον όχι, γιατί η δυναμική ηρεμία και η ομορφιά του τοπίου παραήταν μεγάλες, ακόμα και για έναν μεγάλο οπαδό της χαοτικής πρωτεύουσας όπως εγώ.
Στα διπλανά τραπέζια μία ομάδα ηλικιωμένων τουριστών άρχισε να τραγουδά λαϊκά κομμάτια. Φάνταζαν σαν σκηνή άλλης εποχής και όσο το σκέφτομαι, μάλλον ήταν. Μεγαλωμένοι πιο σκληρά αλλά και πιο ειλικρινά από τη γενιά μου και τους νεότερούς μου, ήταν μάλλον ανοιχτοί στις Μούσες του τοπίου. Τραγουδούσαν, έστω και φάλτσα όπως επισήμανε ο φίλος μου, αλλά τραγουδούσαν με την καρδιά τους, πιο ζωντανοί και από τους λοιπούς 20άρηδες και 30αρηδες θαμώνες του μαγαζιού. Μοναδική οπτική 'κακοφωνία' που έμοιαζε εκτός τόπου στην όλη σκηνή, η ψηφιακή κάμερα που τραβούσε τις στιγμές αυτές. Αναλογίστηκα τι θράσος έχει ώρες ώρες η τεχνολογία.
Θυμάμαι τότε που είχα ρωτήσει την παρέα μου κάποια περασμένη στιγμή, πως νιώθει που ζει σε μία μικρή πόλη όπου όλοι γνωρίζουν όλους, έστω και φυσιογνωμικά, και πως η απάντηση που είχα πάρει ήταν: άκρως φυσιολογικά. Είχα χαμογελάσει τότε, από μία σκανδαλιστική διάθεση ή αμηχανία, δεν ξέρω. Πάντα έβρισκα την ανωνυμία που προσφέρει η μεγαλούπολη ως μία προστατευτική ομπρέλα όταν επιθυμεί κάποιος να αναμειχθεί και να χαθεί ανάμεσα σε τόσα άλλα. Πάντα μου άρεσε η βαβούρα και συνεχής ζωντάνια της πόλης, ανεξαρτήτου ώρας. Ίσως γιατί όντας μοναχικό άτομο, έβρισκα την συμπληρωματική μου αντίφαση σε αυτά.
Από τη στιγμή αναχώρησης όμως, συχνά πιάνω τον εαυτό μου να προσπαθεί να φανταστεί μία ζωή σε ένα τέτοιο μέρος. Η φωνή του ορθολογιστή μου υπενθυμίζει συνεχώς πως στο τέλος θα βαριόμουν, πως θα ατονούσα μέσα σε όλη αυτή την ηρεμία, πως θα μου έλειπε αφάνταστα η ένταση της μεγαλούπολης. Χαμογελώ στη σκέψη πως θα έμοιαζα με μία παράξενη πινελιά, άτοπη στην γενικότερη ζωγραφιά.
Οι παράδεισοι, επίγειοι και μη, μάλλον τελικά είναι αυτά που δίνουν τροφή σε όσα λείπουν από τα γνωστά και αγαπημένα καθιερωμένα γνώριμα. Και ίσως είναι καλό να τους βιώνεις με ημερομηνία λήξης, διαφορετικά η μαγεία τους καταντά βαρετή συνήθεια. Εξάλλου, όπως μας έλεγε και ο ντόπιος, για την μεγαλύτερη κόρη του η Αθήνα φαντάζει σαν ένα τέτοιο παράδεισο, με τα εμπορικά της κέντρα και το Allou Fun Park ......... Παρήγορη σκέψη ε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου