Οι κουρτινες, πανια ιστοφόρου φουσκωμένα από τον πρωινό αερά, έτοιμα να σαλπάρουν στη θάλασσα της νέας μέρας. Τις χάζευε και ευχόταν να μπορούσε να ταξιδέψει στο καμπυλωτό τους κενό. Με ποιον προορισμό όμως; Παρέμενε ξαπλωμένη, αφηνόντας τις σκέψεις να πάρουν την πνοή του αέρα και να αγκαλιάσουν λυτρωτικά τους γυμνούς της ώμους, ανάσα δροσερή μετά από το καμίνι των πρώτων πρωινών ώρων.
Ζεστή η βραδιά που μόλις πέρασε, ξερός ιδρώτας από τον πρώτο απευθείας χορό τους. Μέρες τώρα λικνίζονταν στους ήχους του, προσπαθούσε να τον αφουγκραστεί μέσω αυτών. Μέρες τώρα χρησιμοποιούσε τις δικές της λεκτικές νότες, σιωπηλές προσκλήσεις στον κόσμο της. Φαινόταν να ξέρει να διαβάζει τις άορατες λέξεις της, να τις μετατρέπει σε μελωδίες άλλων, δικά του, έλπίζε, γράμματα με κολλημένο γραμματόσημο την σκέψη της. Και εχτές, ενώ η πόλη κοιμόταν, οι προσκλήσεις και τα γράμματα βγήκαν από τους φακέλους τους.
Δεν ήταν νεοφερμένη σε αυτόν τον κόσμο. Χρόνια τώρα περπατούσε στα εικονικά του σοκάκια. Είχε φτάσει εδώ στην αναζήτηση αυτού του κάτι που της διέφευγε μέχρι τώρα, αυτού που αναζητούσε παντού, αυτού που ούτε η ίδια μπορούσε να προσδιορίσει αλλά ένιωθε πως είναι κάπου εκεί έξω. Γνώριζε κάλα τους δράκους των πολιτειών αυτών, τους είχε αντικρύσει κατάματα, είχε μεταμορφωθει και εκείνη δράκαινα για μερικούς. Ήξερε πως η μαγεία που πλανιόταν στους κήπους αυτούς είχε την δύναμη να σβήσει το φως ή να φωτίσει το σκοτάδι, πάντα στην κόψη ενός υπέροχα όμορφου μαχαιριού.
Ξάπλωσε σχεδόν γυμνή. Ελάχιστες φορές το είχε κάνει αυτό, αλλά δεν άντεχε τα ρούχα της, τα ένιωθε σαν να φυλάκιζαν το πνεύμα της. Θυμήθηκε σε πόσους φάνταζε σαν περίεργο κινεζικό κουτί, που δεν έβρισκε κανείς την κλειδαρότρυπα. Και εκείνος; Εκείνος δεκαετίες τώρα ασχολούνταν με την πιο μελωδική συλλογή κλειδιών. Συμπαντική γλυκιά συνομωσία για το πλήρωμα του χρόνου; Δεν ήξερε. Και άλλοι εξάλλου είχαν φτάσει στο κατώφλι του συνδυασμού και χάθηκαν. Αποκοιμήθηκε ταξιδεύοντας στις ελάχιστες σταθερές συντεταγμένες του χάους της, αυτές που εκείνος προσπαθούσε να εντοπίσει.
Ξύπνησε σαν από μέθη των ποτισμένων με τις μελωδίες του σκέψεις της. Άφεθηκε να θυμηθεί τον εαυτό της. Έπρεπε να σηκωθεί, έπρεπε να το βγάλει από μέσα της, να το καταγράψει, έλπιζοντας ή εκείνος να βρει μία ακόμα σταθερή και να την μετατρέψει σε τραγούδι ή απλώς να δει μία αχτίδα λογικής, να πιαστεί γερά από αυτή και να το ξορκίσει. Σηκώθηκε, έκανε μπάνιο, έφτιαξε τον καφέ της και πάτησε το κουμπί..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου