Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2008

Το πρόσωπό μας

Το πρόσωπό μας προσωπείο. Ένα για κάθε περίσταση που ζούμε.

Το πρόσωπό μας μάσκα. Μία για κάθε σκέψη που θέλουμε να κρύψουμε

Το πρόσωπό μας καθρέπτης. Ένας για κάθε σύνολο που θέλουμε να μας αποδεχθεί.

Το πρόσωπό μας πόρτα. Μία για κάθε μη γνώριμο που θέλουμε να κρατήσουμε άγνωστο.

Το πρόσωπό μας παράθυρο. Ένα για κάθε τι που επιθυμούμε να μας κυριεύσει.

Το πρόσωπό μας ταυτότητα. Μία για κάθε κατώφλι που περνάμε.

Το πρόσωπό μας πίνακας. Ένας για κάθε συναίσθημα που βιώνουμε.

Το πρόσωπό μας φωτογραφία. Μία για κάθε στιγμή που αναπολούμε.

Και το σύνολο όλων αυτών των προσώπων, ο εαυτός μας.

Όταν ούτε η αγάπη αρκεί

Θυμάμαι εκείνο το αργό πρωινό, παιδούλα εγώ τότε. Την είχαμε συναντήσει στον δρόμο με την μητέρα μου. Δεν φαινόταν διαφορετική από όλες τις άλλες μέρες. Ήταν γνωστή για την 'τρέλα' της αλλά στα μάτια μου πάντα έμοιαζε φυσιολογική, αν και κάπως μονίμως αποστασιοποιήμενη, συνειδητά ένα βήμα παραπέρα από τους υπόλοιπους. Ένας ενήλικας με παιδική καρδιά βαριά. Το ίδιο ακριβώς και εκείνο πρωινό, με μία μόνο ανεπαίσθητη άχνα ενός πιο συγκροτημένου είναι. Με το αθώο της χαμόγελο και το βαθύ της βλέμμα, μας καλημέρισε, κατηφορίζωντας για τον ηλεκτρικό σταθμό.

Το μεσημέρι μάθαμε πως είχε πηδήξει από την γέφυρα την ώρα που το τρένο έφτανε στο σταθμό.

Επέζησε. Επέζησε και το σπασμένο κορμί της και τον σπασμένο κόσμο των δικών της.

Πέρασαν τα χρόνια, η γέφυρα έγινε στο συλλογικό της γειτονιάς μία μαύρη κουκίδα, στη μνήμη των δικών της μία μαύρη στιγμή του παρελθόντος, στην ψυχή της μια μαύρη μαχαιριά που επουλώθηκε. Ήρθε η αγάπη που δεν λογαριάζει μαύρα σύννεφα και σημάδια. Παντρεύτηκε έναν άνθρωπο που η χριστιανική ιστορία θυμάται ως άπιστο, έναν άνθρωπο που πίστεψε στη δύναμη της καρδιάς της. Για καιρό φάνηκε να ήρεμεί, να βρίσκει την άκρη του νήματος στους λαβύρινθους της ψυχής της. Οι ρεαλίστριες γλώσσες έλεγαν πως τα φάρμακα επιτέλους άρχισαν να επιδρούν, οι ονειροπόλες πως η αγάπη γιάνει και τις χειρότερες αρρώστιες. Μέσα από την συντροφικότητα, εμφανιστήκε στην επιφάνεια η όμορφη γυναίκα που τόσο καιρό κρυβόταν πίσω από τις βαριές κουρτίνες ενός μαχαιρωμένου εσωτερικού. Που και που υπήρχαν στιγμές που τα φαντάσματα της επανέρχονταν, αλλά έφευγαν γρήγορα. Όλα κυλούσαν όσο πιο φυσιολογικά γινόταν.

Πέρασαν κι άλλα χρόνια. Δεν ξέρω αν το σωμά συνήθισε τα φάρμακα και δεν αντιδρούσε σε αυτά πιά ή αν η ψυχή συνήθισε στην αγάπη και χρειαζόταν μεγαλύτερες δόσεις για να κρατηθεί στην φωτεινή επιφάνεια αλλά τα πράγματα άρχισαν να καταρρέουν. Άρχισαν οι φωνές, άρχισαν οι τσακωμοί, η ομορφιά της χάθηκε σε ένα σώμα διογκωμένο από φάρμακα. Χάθηκε και η πίστη και η αγάπη έδωσε την θέση της στην κούραση και έφυγε. Η γειτονία θυμήθηκε και πάλι την μαύρη κουκίδα, οι δικοί της συνθλιφτηκαν από τόσα χρόνια εύθραστης ηρεμίας και η ίδια , η ίδια μόνο ξέρει.

Σήμερα, το τοπικό δελτίο ειδήσεων της γειτονιάς, την είχε και πάλι πρωτοσέλιδο.

Μία κοτρώνα, η αστυνομία, τα περιπολικά, το ασθενοφόρο, ένα ανοιγμένο κεφάλι μιάς μάνας και εκείνη κλεισμένη στον θάλαμο μίας ψυχιατρικής κλινικής για το υπόλοιπο της 'ζωής' της, άκουγα την μήτερα μου να λέει στο μεσημεριανό τραπέζι.

Δεν αντέδρασα. Άκουγα την εξιστόρηση του δράματος, αλλά το μυαλό μου δεν το αφομίωνε. Ούτε φτάνοντας και περίμενοντας το τρένο στον ίδιο ακριβώς σταθμό που είχε επιχειρήσει να βάλει ένα τέρμα στα τέρατα που την στοίχειωναν τόσα χρόνια πριν, ούτε εκεί συνέδεσα όλα τα σήμεια της ζωής αυτού του ανθρώπου. Το έβλεπα σαν ένα μεμονωμένο συμβάν. Μέχρι που ερχόμενη στην ασφάλεια του σπιτιού και ανάβοντας ένα τσιγάρο, όλες οι κουκίδες ενώθηκαν και είδα την ζωή της. Την ζωή της από τα μάτια τού ντροπιασμένα αμέτοχου παρατηρητή.


Μιά ζωή μέσα σε ένα μαχαιρωμένο σώμα, με ένα μυαλό που δεν όριζε τις σκέψεις του και μία ψυχή κουρελιασμένη που απεγνωσμένα προσπαθούσε να βρει μία διέξοδο. Μία ζωή που όλα τα φάρμακα δεν βοήθησαν. Μία ζωή που ούτε και η μεγαλύτερη δύναμη σε αυτόν τον κόσμο, η άγαπη, δεν έσωσε.

Δάκρυα....

Σεραφίνα, γαλήνη ........

Ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι της φαντασίας

Οι κουρτινες, πανια ιστοφόρου φουσκωμένα από τον πρωινό αερά, έτοιμα να σαλπάρουν στη θάλασσα της νέας μέρας. Τις χάζευε και ευχόταν να μπορούσε να ταξιδέψει στο καμπυλωτό τους κενό. Με ποιον προορισμό όμως; Παρέμενε ξαπλωμένη, αφηνόντας τις σκέψεις να πάρουν την πνοή του αέρα και να αγκαλιάσουν λυτρωτικά τους γυμνούς της ώμους, ανάσα δροσερή μετά από το καμίνι των πρώτων πρωινών ώρων.

Ζεστή η βραδιά που μόλις πέρασε, ξερός ιδρώτας από τον πρώτο απευθείας χορό τους. Μέρες τώρα λικνίζονταν στους ήχους του, προσπαθούσε να τον αφουγκραστεί μέσω αυτών. Μέρες τώρα χρησιμοποιούσε τις δικές της λεκτικές νότες, σιωπηλές προσκλήσεις στον κόσμο της. Φαινόταν να ξέρει να διαβάζει τις άορατες λέξεις της, να τις μετατρέπει σε μελωδίες άλλων, δικά του, έλπίζε, γράμματα με κολλημένο γραμματόσημο την σκέψη της. Και εχτές, ενώ η πόλη κοιμόταν, οι προσκλήσεις και τα γράμματα βγήκαν από τους φακέλους τους.

Δεν ήταν νεοφερμένη σε αυτόν τον κόσμο. Χρόνια τώρα περπατούσε στα εικονικά του σοκάκια. Είχε φτάσει εδώ στην αναζήτηση αυτού του κάτι που της διέφευγε μέχρι τώρα, αυτού που αναζητούσε παντού, αυτού που ούτε η ίδια μπορούσε να προσδιορίσει αλλά ένιωθε πως είναι κάπου εκεί έξω. Γνώριζε κάλα τους δράκους των πολιτειών αυτών, τους είχε αντικρύσει κατάματα, είχε μεταμορφωθει και εκείνη δράκαινα για μερικούς. Ήξερε πως η μαγεία που πλανιόταν στους κήπους αυτούς είχε την δύναμη να σβήσει το φως ή να φωτίσει το σκοτάδι, πάντα στην κόψη ενός υπέροχα όμορφου μαχαιριού.

Ξάπλωσε σχεδόν γυμνή. Ελάχιστες φορές το είχε κάνει αυτό, αλλά δεν άντεχε τα ρούχα της, τα ένιωθε σαν να φυλάκιζαν το πνεύμα της. Θυμήθηκε σε πόσους φάνταζε σαν περίεργο κινεζικό κουτί, που δεν έβρισκε κανείς την κλειδαρότρυπα. Και εκείνος; Εκείνος δεκαετίες τώρα ασχολούνταν με την πιο μελωδική συλλογή κλειδιών. Συμπαντική γλυκιά συνομωσία για το πλήρωμα του χρόνου; Δεν ήξερε. Και άλλοι εξάλλου είχαν φτάσει στο κατώφλι του συνδυασμού και χάθηκαν. Αποκοιμήθηκε ταξιδεύοντας στις ελάχιστες σταθερές συντεταγμένες του χάους της, αυτές που εκείνος προσπαθούσε να εντοπίσει.

Ξύπνησε σαν από μέθη των ποτισμένων με τις μελωδίες του σκέψεις της. Άφεθηκε να θυμηθεί τον εαυτό της. Έπρεπε να σηκωθεί, έπρεπε να το βγάλει από μέσα της, να το καταγράψει, έλπιζοντας ή εκείνος να βρει μία ακόμα σταθερή και να την μετατρέψει σε τραγούδι ή απλώς να δει μία αχτίδα λογικής, να πιαστεί γερά από αυτή και να το ξορκίσει. Σηκώθηκε, έκανε μπάνιο, έφτιαξε τον καφέ της και πάτησε το κουμπί..

Ο χαμογελαστός 'τρελός'


«Κοίτα τους, κάθε πρωί μουρτζούφληδες! Ψάξε να βρεις άνθρωπο που το πρωί χαμογελά και είναι χαρούμενος, και αν δεις κανέναν πες μου και εμένα»

Μου έχει μείνει αυτή η διαπίστωση. Από την μέρα που την άκουσα, συχνά πιάνω τον εαυτό μου, να κοιτάζει τα διπλανά αυτοκίνητα, τους περαστικούς και γενικότερα όποιον είναι έξω το πρωί για τον άλφα ή βήτα λόγο, προσπαθώντας να ανιχνεύσω χαμόγελα ή έστω και ένα πιο ευδιάθετο πρόσωπο.

Δυστυχώς, ο παρατηρητής είχε δίκιο. Όλοι μουρτζούφληδες, όλοι με ανέκφραστα, στην καλύτερη περίπτωση, πρόσωπα, όλοι χαμένοι και κλεισμένοι στα χίλια δυο πράγματα που συνθέτουν την προσωπική καθημερινότητα του καθενός.

Μέχρι σήμερα το πρωί.

Ήταν πεζός, στο τέλος του δρόμου, στο απέναντι πεζοδρόμιο. Από μακριά φαινόταν πως είχε κάτι το διαφορετικό και όταν το αμάξι πλησίασε, το είδα. Χαμογελούσε και είχε την χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Ό δρόμος σε εκείνο το σημείο, λόγω έργων, ήταν άνω κάτω, δεν φαινόταν όμως να τον πειράζει. Σχεδόν χοροπηδούσε πάνω από κάθε ανωμαλία του οδοστρώματος. Με μία λέξη, έλαμπε.

Τον παρατηρούσα και θυμήθηκα την διαπίστωση. Για λίγο τον εξέτασα, για να βεβαιωθώ πως όντως ήταν χαμογελαστός και όχι κάποιος 'τρελός', δείγμα της δικής μου μουρτζούφλικης δυσπιστίας. Παραλίγο να κουνήσω επικριτικά το κεφάλι μου στον ίδιο μου τον εαυτό και τις ίδιες μου τις σκέψεις.

Έχουμε μάθει να είμαστε αγχωμένοι, στεναχωρημένοι, ανέκφραστοι, παραδομένοι σε όλα αυτά που μας χαλούν τη διάθεση και αν τύχει να δούμε κάποιον άνθρωπο που δεν είναι, προσπαθούμε να τον εντάξουμε στα γνώριμα, χαρακτηρίζοντάς τον ως εκτός αυτών λόγω μη φυσιολογικής συμπεριφοράς. Ακόμα και όταν αυτή η συμπεριφορά χαρακτηρίζεται απλώς από ένα χαμόγελο.

Αναρωτιέμαι πλέον αν τόσο καιρό έψαχνα με καθάριο βλέμμα ή αν η δική μου καθημερινότητα φίλτραρε τα χαμόγελα και τα έσβηνε πριν το οπτικό σήμα των ματιών φτάσει στον εγκέφαλο και τα δω.

Στην τελική, ακόμα και τρελός να ήταν, έμοιαζε να απολαμβάνει το πρωινό του πολύ περισσότερο από όλους εμάς τους ψυχολογικά 'υγιείς'!

Καλημέρα χαμογελαστέ άγνωστε!

Στιγμές ολοκλήρωσης

Υπάρχουν στιγμές στην ζωή, που για κλάσματα δευτερολέπτου, νοιώθεις μία ολοκλήρωση που φέρνει αγαλλίαση. Στιγμές που νοιώθεις πως όλες οι επιλογές που έκανες στη ζωή σου, όλες οι σωστές και λανθασμένες αποφάσεις που πήρες, όλα τα γέλια και τα δάκρυα, σε προετοίμαζαν ακριβώς για αυτές, σε έπλαθαν για να μπορέσεις να κατανοήσεις αυτήν την αίσθηση. Στιγμές που δεν είσαι απλώς μία μονάδα στο Κόσμος, αλλά εμπεριέχεις και εμπεριέχεσαι σε αυτό.


Τα ερεθίσματα και τα αίτια που καταλήγουν στις μαγικές αυτές στιγμές διαφέρουν. Συχνά δεν είναι μία συνειδητή διαδικασία ή ένα καλά προγραμματισμένο μονοπάτι που φέρνει στον τελικό προορισμό. Συχνά έρχονται σαν κλέφτες, εκεί που δεν τις περιμένεις. Και όμως όταν έρθουν, φαντάζουν απολύτως φυσιολογικές, σαν την ροή του ποταμού που καταλήγει στην αγκαλιά της μεγάλης θάλασσας.

Η πρώτη ήταν στα μαθητικά μου χρόνια πίσω στο Γυμνάσιο. Ο καθηγητής μαθηματικών μας είχε αρρωστήσει και την τάξη είχε αναλάβει μία καθηγήτρια με την φήμη 'τρελής'. Ήταν λίγο ανορθόδοξος ο τρόπος που παρουσίαζε τα μαθηματικά, τουλάχιστον για τον μέσο όρων των μαθητών που έχουν συνηθίσει στην στεγνή παρουσίαση θεμάτων και αριθμών. Εκείνη, τους έδινε μία νότα μαγείας, σαν να προσπαθούσε να μας δείξει μία μέχρι τότε κρυφή τους πτυχή. Μας είχε δώσει ασκήσεις για το σπίτι, εξισώσεις που περίμεναν να λυθούν σύμφωνα με τα όσα είχαμε μάθει εκείνη την ημέρα. Δεν θυμάμαι καν ποια εξίσωση ήταν ή τι ζητούσε. Όταν όμως το μυαλό βρήκε το μονοπάτι που έπρεπε να ακολουθεί και παρουσιάστηκε το αποτέλεσμα ένοιωσα σαν να ανατέλλει ο ήλιος, και όλα είχαν κάποιο νόημα, υπήρχε τάξη σε αυτό που φάνταζε ως χάος.

Η δεύτερη ήταν περίπου 10 χρόνια μετά. Ένα ανοιξιάτικο βράδυ, μακριά από τα φώτα της πόλης, σε έναν ερημικό δρόμο, κάπου εκτός Αττικής. Προχωρημένη αρκετά η ώρα, με την φύση τριγύρω μας να ξεκουράζεται. Δεν βασίλευε απόλυτη ησυχία, αλλά απόλυτη ηρεμία. Σταματήσαμε με την παρέα μου και βγήκαμε από το αμάξι για να απολαύσουμε τον βραδινό ουρανό. Και τότε σήκωσα το κεφάλι και τα είδα. Μυριάδες αστέρια σε μαύρο φόντο. Όντας μεγαλωμένη στην Αθήνα, ήξερα πως ήταν εκεί κάθε βράδυ, απλώς σκιάζονταν από τα φώτα της πόλης, δεν περίμενα όμως ποτέ τέτοιο δέος στην θέασή τους. Ήταν σαν ένα κύμα να έχει χτυπήσει το κάθε μόριο του είναι μου και για πρώτη φορά ένοιωσα πως ανήκω, πως υπάρχει προορισμός και πως είμαι μέρος κάτι μεγάλου, πολύ μεγαλύτερου από όσο μπορούσε να κατανοήσει το μυαλό μου.

Για την τρίτη φορά έπρεπε να περάσει σχεδόν μισή δεκαετία. Ποτέ δεν περίμενα να βρω αυτήν την αίσθηση σε κάτι τόσο απλό, σε κάτι τόσο συνηθισμένο. Δεν ήταν καιρός που είχα ξεκινήσει να έχω αυτόν τον άνθρωπο στην ζωή μου. Με έχει ξαφνιάσει ο τρόπος που με έχει προσεγγίσει, σαν παιδί που χαίρεται συνειδητά την άρνησή του να μεγαλώσει. Με έχει αγγίξει η αθωότητα και ειλικρίνεια της ερώτησης-εκδήλωσης του ενδιαφέροντός του προς εμένα «Με θέλεις στη ζωή σου;». Είχα ξυπνήσει πιο νωρίς. Ίσως ήταν επειδή ένιωθα πως δεν ήμουν ο μόνος κάτοχος του κρεβατιού μου. Άνοιξα τα μάτια μου και τον είδα. Με το κεφάλι του ακουμπισμένο στον ώμο μου, να κοιμάται βαθειά. Ένοιωσα τα μάτια μου να μεγαλώνουν στην προσπάθειά τους να λάβουν όσο καλύτερα μπορούσαν τα στοιχεία της εικόνας που αντίκριζαν. Στιγμιαία έπιασα τον εαυτό μου να έχει σταματήσει να αναπνέει από φόβο μήπως και μία μου ανάσα χαλάσει την γαλήνη της στιγμής. Ο χρόνος και ο χώρος είχαν χαθεί. Το μόνο που υπήρχε ήταν η ήρεμη αυτή έκφραση στο πρόσωπο αυτού του ανθρώπου.

Υπερβολές θα πει κανείς. Ίσως και να είναι. Αλλά σε κάτι τέτοια δεν έχει σημασία πως το χαρακτηρίζει ο άλλος. Σημασία έχει πως το βιώνεις εσύ ο ίδιος και πως κατοχυρώνεται στο μυαλό και την ψυχή. Όπως και να έχει, τέτοιες στιγμές δίνουν κουράγιο και ελπίδα σε δύσκολες ώρες. Τέτοιες στιγμές δείχνουν πως η ζωή δεν είναι μία κουραστική πεζοπορία με προορισμό τον θάνατο αλλά ένα ταξίδι με προδιάθεση να σε μαγέψει, μία Δασκάλα που προσπαθεί να σου ανοίξει τα μάτια της ψυχής και να σου δείξει μέρη που ούτε φανταζόσουν πως υπάρχουν.

Με μία λέξη, μαγεία .....

Η πιο όμορφη Βασίλισσα

Βασίλισσα, η ομορφότερη όλων. Αγέρωχη, αρχαία και διαχρονική, με χιλιάδες πρόσωπα και μυριάδες ενδυμασίες.

Βασίλισσα, δημιούργημα ανθρώπινο, που στέκεται όμως συχνά ψηλότερα από τον ίδιο τον δημιουργό της. Οι εκφράσεις της, τόσες όσες και τα συναισθήματα, οι μνήμες, τα βιώματα και οι σκέψεις της ανθρωπότητας.

Βασίλισσα , άλλοτε Ίέρεια σε μυθικούς ναούς να εξυμνεί τα Θεία, άλλοτε παιδούλα με δάκρυα στα μάτια για έναν χαμένο έρωτα, μερικές φορές Νέμεσις της κοινωνίας, άλλες πάλι Μητέρα των αδύναμων και Αμαζόνα σκότεινη που ξορκίζει τα πάντα στο πέρασμά της. Πάντα όμως Βασίλισσα.

Βασίλισσα που δίνει την ομορφιά της στην μάγισσα Νύχτα και που ο Μαέστρος του βραδυνού ουρανού, ακούγοντας συχνά τα καλέσματα της στις φωνές των ανθρώπων, λάμπει όσο πιο δυνατά μπορεί για να στάθει σύντροφος αντάξιος στο πλάι της.

Βασίλισσα που όταν αποκαλύπτεται σε όλο της το μεγαλείο αψηφει τον άρχοντα Χρόνο και ξεγελά τον αδελφό του, τον Χώρο. Γίνεται μαγικό χαλί με προορισμό πολιτείες φανταστικές και μνήμες περασμένες. Μεταμορφώνεται σε πνοή που εισέρχεται στην ψυχή και της δίνει φτερά. Αλλάζει σε πύρηνη λάβα και καιεί τα μυθικά δάση που μεγαλώνουν στις καρδιές.

Βασίλισσα που όταν την συναντήσεις, υπάρχουν στιγμές που εύχεσαι να την ακούσεις τόσο καθαρά και αγνά ώστε να συντονιστείς στο βασιλειό της και να εναρμονιστείς με τα νήματά της στον αργαλειό που ακούει στο όνομα Σύμπαν.

Βασίλισσα Μουσική, υποκλίνομαι.........

Προσωπικά μουσεία τέχνης

Είναι κάτι βράδια που τα βήματα της σκέψης οδηγούνται σε παράξενες περιπλανήσεις. Το έχει αυτό η μεγάλη αυτή μάγισσα, η Νύχτα. Όλα φαντάζουν πιο εξωπραγματικά κάτω από το πέπλο της και η ατμόσφαιρα συχνά παίρνει μία νότας μεθυστικής νολσταγίας. Έτσι και οι σκέψεις γίνονται πιο εσωστρεφεις και τείνουν να κοιτούν επίμονα πίνακες περασμένους.

Κάθε πίνακας διαφορετικός και μοναδικός. Άλλοι με έντονα, ζωντάνα χρώματα, αναμνήσεις γεμάτες γέλιο και χαρά. Άλλοι φτιαγμένοι με κάρβουνο, δάκρυα που χύθηκαν και χάραξαν σαν όξυνη βρόχη τα τοιχώματα της καρδιάς. Μερικοί είναι ακαθόριστου σχήματος και θέματος, μνήμες που το μυαλό και η ψυχή δεν έχουν ακόμα κατανοήσει. Ορισμένοι αδιαπέραστοι από οποιαδήποτε παλέτα φωτός, στιγμές που το είναι διαλύθηκε στην δίνη θυμού και οργής.

Χιλίαδες στιγμές περασμένες, χιλιάδες πίνακες. Όλοι κρεμασμένοι στο μουσείο της προσωπικής τέχνης, με μοναδικό επισκέπτη τον κάτοχό τους. Ξεκινώντας κανείς την βραδινή του περιπλάνηση δεν ξέρει πάντα με σιγουριά σε ποιον θα σταθεί περισσότερο. Μερικές φορές, ένα μουσικό κομμάτι είναι ικανό να φέρει σε περίοπτη θέση έναν συγκεκριμένο πίνακα. Άλλες φορές πάλι, ο επισκέπτης απλώς περνά μπροστά από τους πιο πρόσφατους, προσπαθώντας να τους συνδυάσει, σαν μία εξέλιξη της τεχνικής του. Ορισμένες βραδιές από την άλλη, τα φαντάσματα του μουσείου βγάζουν από τις αποθήκες τους πιο πάλιους, πίνακες που ο κάτοχος θα προτιμούσε να μην κατέχει.

Και κάθε μέρα το μουσείο επεκτείνεται, με καίνουργιους πίνακες να προστείθονται στους τοίχους του. Και κάθε βράδυ ανοίγει τις πύλες του πιο πλούσιο, πιο πολύχρωμο και ενίοτε πιο σκοτεινό. Και κάθε περιπλάνηση ποτέ ίδια με την τελευταία. Και κάθε επισκέπτης, εισέρχεται στο προσωπικό αυτό χώρο, ελπίζωντας το σύνολο όλων αυτών τον πινάκων, στο τέλος να γίνουν ένας τεράστιος καμβάς με τίτλο: Έζησα μία καλή και γεμάτη ζωή.

Καλές επιλογές χρωμάτων για τους αυριανούς σας πίνακες.

Ο ζητιάνος Θεός

Όταν ήμουν παιδί, μου είχε καρφωθεί μία περίεργη ιδέα. Κάθε φορά που έβλεπα έναν ζητιάνο με προτεταμένο το χέρι να ζητά βοήθεια, αναρωτιόμουν αν ήταν ο Θεός και το ένα κέρμα που ζητούσε από τους περαστικούς ήταν μία απεγνωσμένη έκκληση ανθρωπιάς από τους ανθρώπους.

Ένα 'κέρμα' που θα του έδινε πίσω την πίστη στον κόσμο που ο ίδιος δημιούργησε, την πίστη στον ίδιο του τον εαυτό. Ένας Θεός κουρασμένος, πληγωμένος και ξεπερασμένος από το περίτεχνο δημιούργημά του. Ένας Θεός που χάθηκε και εξοστρακίστηκε από τις αρχές του χρόνου σε ψηλές κορυφές, μακρινά σύννεφα και απροσπέραστα δάση, παντού και πάντα μακριά και έξω από τον άνθρωπο. Ένας Θεός που κατέληξε να ζει στην μοναξιά. Και το μόνο που χρειάζονταν ήταν αυτό, το ένα 'αγνό κέρμα' που θα του ζέσταινε και πάλι την ψυχή, που θα τον έφερνε μέσα και ανάμεσα στη δημιουργία του.

Θυμάμαι ένα απόγευμα, μία και μίση δεκαετία τώρα, που επισκεπτόμενη τα Χανιά, είδα έναν ζητιάνο που έπαιζε σε έναν κεντρικό δρόμο υπέροχο σαξόφωνο. Ήταν ταλαιπωρημένος και θλιμμένος αλλά δεν στεκόταν καμπουριασμένος μα περήφανος. Σταμάτησα και ακούμπησα ένα πεντακοσάρικο μπροστά του. Σταμάτησε να παίζει και κοιτάζοντάς με τα μάτια μου είπε πως ήταν πάρα πολλά και προσπάθησε να μου τα δώσει πίσω. Ένοιωσα ντροπή και κοκκίνισα. Αντικρίζοντας το ζεστό του βλέμμα, το μόνο που κατάφερα να κάνω ήταν να του χαμογελάσω και να αποχωρήσω σκεπτόμενη την παραπάνω 'θεωρία' μου.

Μεγαλώνοντας, η θεωρία του ζητιάνου ξεθώριασε, ή καλύτερα, διευρύνθηκε. Ο Θεός, στον δικό μου κόσμο, πήρε ενεργειακή μορφή που εκφραζόταν στα πάντα. Κάθε πράγμα ή ον μία μικρογραφία του Κόσμος, με τα μόρια στον ρόλο πλανητών και τον Θεό, την ενέργεια που αυτά παράγουν. Υπήρξαν στιγμές που αναρωτήθηκα αν αυτό που οι θρησκείες, οι φιλόσοφοι και ο καθένας αναζητά 'κάπου εκεί έξω' δεν βρισκόταν στα απλά και αυτά που θεωρούμε δεδομένα, όπως πχ την ζεστασιά μιας ηλιαχτίδας ή αν εμείς οι ίδιοι δεν ήμασταν εν δυνάμει Θεοί ή Εωσφόροι.


Ξέρω πως πολλοί θα σκεφτούν διαβάζοντας τα παραπάνω πως ο Θεός δεν αναλίσκεται σε ανθρώπινες επιβεβαιώσεις, πως είναι υπεράνω των ανθρώπινων ορισμών και περιορισμών. Θα συμφωνήσω εν μέρει. Αυτός εξάλλου αυτός είναι και ο λόγος που δηλώνω Άθρησκη. Θα διαφωνήσω όμως επίσης, καθώς δεν γνώρισα ποτέ κάποιον που κατάφερε να βρει τα όρια της ανθρώπινης σκέψης. Μερικοί, ίσως, κάπου στο μυαλό τους με χαρακτηρίσουν βλάσφημη και αλαζόνα, θεωρώντας πως δείχνω ασέβεια στα Θεία. Σε αυτούς απλώς θα απαντήσω από τώρα πως η φράση «Πίστευε και μη ερεύνα» έχει και ένα σημείο στίξης, το , .

Είτε υπάρχει είτε όχι, είτε είναι ζητιάνος είτε ένας τροφαντός γέροντας με λευκή γενειάδα, είναι μία υπέροχη αναζήτηση. Και ίσως είναι ακριβώς αυτή η αναζήτηση που μας κάνει πιο ανθρώπινους και πάλι ίσως, πιο Θεϊκούς στην προσπάθεια υπέρβασης των τυχόν περιορισμών της υπόστασής μας. Και όπως και να έχει, είναι ωραίο να είσαι Άνθρωπος.

Σχετικοί Παράδεισοι

Υπάρχουν στιγμές που το μυαλό είναι γεμάτο από σκέψεις, δεκάδες μικρές κίτρινες σημειώσεις κολλημένες άτακτα στον καμβά των εγκεφαλικών συνδέσμων. Στιγμές που στην ουσία όμως καμία σκέψη δεν επικρατεί και κανείς απλώς περιδιαβαίνει στους μικρούς αυτούς λαβύρινθους με μία αίσθηση χαμένου και μία δόση μελαγχολίας.

Ίσως φταίει η μικρή απόδραση του σαββατοκύριακου, που έβγαλε το νου από τις συνηθισμένες παραστάσεις. Μακριά από την πρωτεύουσα, μακριά από τα συνηθισμένα κτίρια και πρόσωπα, σε καινούργια τοπία, καινούργιους ρυθμούς και καινούργια χρώματα.

Καθισμένη με την παρέα μου στην δεσπόζουσα πλατεία με τον τεράστιο πλάτανο και θέα ένα καταπληκτικό γραφικό λιμανάκι, άκουγα έναν ντόπιο να αποκαλεί τον τόπο επίγειο παράδεισο. Έλεγε πως μπορούσε να είναι με το ποδήλατο σε 5 λεπτά στη δουλειά του ή σπίτι του, πως ο ελεύθερος χρόνος του δεν καταναλώνονταν στην κίνηση. Εγώ αντιπαρέβαλα πως όπως συνηθίσει κανείς, πως στην Αθήνα η μισή και μία ώρα για να πάει κανείς στη δουλειά του είναι κάτι που όλοι σχεδόν έχουμε αποδεχτεί και συνηθίσει, πως μας φαντάζει, ειρωνικά, 'φυσιολογικό'. Δεν ξέρω αν ήμουν πειστική, όχι τόσο προς τον άνθρωπο αυτόν αλλά προς εμένα την ίδια. Μάλλον όχι, γιατί η δυναμική ηρεμία και η ομορφιά του τοπίου παραήταν μεγάλες, ακόμα και για έναν μεγάλο οπαδό της χαοτικής πρωτεύουσας όπως εγώ.

Στα διπλανά τραπέζια μία ομάδα ηλικιωμένων τουριστών άρχισε να τραγουδά λαϊκά κομμάτια. Φάνταζαν σαν σκηνή άλλης εποχής και όσο το σκέφτομαι, μάλλον ήταν. Μεγαλωμένοι πιο σκληρά αλλά και πιο ειλικρινά από τη γενιά μου και τους νεότερούς μου, ήταν μάλλον ανοιχτοί στις Μούσες του τοπίου. Τραγουδούσαν, έστω και φάλτσα όπως επισήμανε ο φίλος μου, αλλά τραγουδούσαν με την καρδιά τους, πιο ζωντανοί και από τους λοιπούς 20άρηδες και 30αρηδες θαμώνες του μαγαζιού. Μοναδική οπτική 'κακοφωνία' που έμοιαζε εκτός τόπου στην όλη σκηνή, η ψηφιακή κάμερα που τραβούσε τις στιγμές αυτές. Αναλογίστηκα τι θράσος έχει ώρες ώρες η τεχνολογία.

Θυμάμαι τότε που είχα ρωτήσει την παρέα μου κάποια περασμένη στιγμή, πως νιώθει που ζει σε μία μικρή πόλη όπου όλοι γνωρίζουν όλους, έστω και φυσιογνωμικά, και πως η απάντηση που είχα πάρει ήταν: άκρως φυσιολογικά. Είχα χαμογελάσει τότε, από μία σκανδαλιστική διάθεση ή αμηχανία, δεν ξέρω. Πάντα έβρισκα την ανωνυμία που προσφέρει η μεγαλούπολη ως μία προστατευτική ομπρέλα όταν επιθυμεί κάποιος να αναμειχθεί και να χαθεί ανάμεσα σε τόσα άλλα. Πάντα μου άρεσε η βαβούρα και συνεχής ζωντάνια της πόλης, ανεξαρτήτου ώρας. Ίσως γιατί όντας μοναχικό άτομο, έβρισκα την συμπληρωματική μου αντίφαση σε αυτά.

Από τη στιγμή αναχώρησης όμως, συχνά πιάνω τον εαυτό μου να προσπαθεί να φανταστεί μία ζωή σε ένα τέτοιο μέρος. Η φωνή του ορθολογιστή μου υπενθυμίζει συνεχώς πως στο τέλος θα βαριόμουν, πως θα ατονούσα μέσα σε όλη αυτή την ηρεμία, πως θα μου έλειπε αφάνταστα η ένταση της μεγαλούπολης. Χαμογελώ στη σκέψη πως θα έμοιαζα με μία παράξενη πινελιά, άτοπη στην γενικότερη ζωγραφιά.

Οι παράδεισοι, επίγειοι και μη, μάλλον τελικά είναι αυτά που δίνουν τροφή σε όσα λείπουν από τα γνωστά και αγαπημένα καθιερωμένα γνώριμα. Και ίσως είναι καλό να τους βιώνεις με ημερομηνία λήξης, διαφορετικά η μαγεία τους καταντά βαρετή συνήθεια. Εξάλλου, όπως μας έλεγε και ο ντόπιος, για την μεγαλύτερη κόρη του η Αθήνα φαντάζει σαν ένα τέτοιο παράδεισο, με τα εμπορικά της κέντρα και το Allou Fun Park ......... Παρήγορη σκέψη ε;

Η βάρκα

Ήτανε κάποτε μία βάρκα. Ήτανε μικρή και απλή, χωρίς πολλές διακοσμήσεις. Το σκαρί της ήταν γδαρμένο από τα κύματα της μεγάλης Μπλε Κυράς, αλλά ήταν ακόμα γερό και το χρώμα της κρατούσε καλά, παρόλα τα χρόνια που περνούσαν από πάνω του.

Ήταν πάντα στο πλευρό του κυβερνήτη της. Τον ταξίδευε άλλες φορές συνετά, άλλες φορές πιο ριψοκίνδυνα. Αλλά τον ταξίδευε. Ακόμα και όταν η Μπλε Κυρά θύμωνε και ύψωνε απειλητικά το ανάστημά της για να τον αφανίσει. Τότε μάλιστα ήταν που η μικρή βάρκα αγκάλιαζε τον κυβερνήτη και του κρατούσε την ψυχή ζεστή κόντρα στα παγωμένα κύματα.

Ο κυβερνήτης ορισμένες φορές βρεγμένος και κουρασμένος από τις πάλεις με τα τρομερά στοιχειά ξόρκιζε την βάρκα για τις κακοτοπιές που επέφεραν τα ταξίδια που τον πήγαινε. Όταν ηρεμούσε όμως την κοιτούσε και πάλι ζεστά και ήξερε πως στην τελική αυτή ήταν που σε τόσες καταιγίδες και τόσους ανέμους τον είχε κρατήσει ζωντανό.

Το όνομα της βάρκας; Ελπίδα

Το πιτσιρίκι

Χιλιάδες στιγμές και μία ανάσα πριν ζούσε ένα πιτσιρίκι. Μεγάλωνε όπως όλα τα άλλα παιδιά της γειτονιάς, με τις γρατζουνιές του, τις γκρίνιες του, τους τσακωμούς του και τα παιχνίδια του. Και όπως όλα τα παιδιά, έτσι και αυτό, έκανε όνειρα.

Έπλαθε πολιτείες και κόσμους μακρινούς. Μέρη με ψηλές ιτιές, γάργαρα νερά, πολύχρωμα λιβάδια και μυθικά κτίρια. Ο ρόλος του κάθε φορά ήταν διαφορετικός και ανάλογος με τη διάθεση εκείνων των ημερών. Οι δρόμοι της φαντασίας πολύπλοκοι λαβύρινθοι που διασταυρώνονταν με απίστευτους χαρακτήρες, σοφούς που του μιλούσαν για ακόμα πιο μακρινές πολιτείες και πιο φανταστικούς λαούς. Έπεφτε γενναία σε μάχες και νικούσε τους κακούς. Πολεμούσε την αδικία και όλα όσα έβρισκε πως ασχήμαιναν τις γαλήνιες πόλεις του. Γύριζε περήφανα στους δικούς του και άλλαζε τον κόσμο με τις πράξεις του. Ολοκληρωνόταν σαν άνθρωπος και χαμογελούσε. Ζούσε με όλη την έννοια της λέξης, με μοναδικό σύμμαχο μία καθαρή ψυχή.

Τα ταξίδια στους άυλους αυτούς κόσμους δεν είχαν πάντα την ίδια διάρκεια και ένταση αλλά πάντα αναχωρούσε για την πραγματικότητα δίνοντας την υπόσχεση πως όχι μόνο θα ξαναταξίδευε αλλά πως δεν θα ξεχνούσε αυτές τις πολιτείες ποτέ, ακόμα και όταν μεγάλωνε. Ο Χρόνος, ο αγέρωχος αυτός Άρχοντας, κοιτούσε το πιτσιρίκι και χαμογελούσε με τα μυθικά του καμώματα. Χαμογελούσε όμως και πικρά, καθώς καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο, ήξερε πως το έργο του τελικά θα συνέθλιβε τις πολιτείες του πιτσιρικά. Και όντως έτσι έγινε.

Το πιτσιρίκι μεγάλωσε και μέσα από άλλους λαβύρινθους, λαβύρινθους της εφηβείας, του σχολείου, της κοινωνίας, της δουλειάς και της ίδιας καθημερινότητας πλέον , ταξίδευε όλο και πιο αραιά, όλο και πιο σύντομα. Οι πολύχρωμες πολιτείες άρχισαν σιγά σιγά να ξεθωριάζουν, οι σοφοί πέταξαν για άλλα μέρη, η επικράτεια του Δράκου της Πραγματικότητας γίνονταν όλο και πιο μεγάλη και οι μυθικοί κόσμοι έχασαν το μεγαλείο τους στη δίνη της μεγαλούπολης. Δεν ήταν πως η ψυχή του έχασε τελείως την αγνότητά της αλλά, θέλοντας και μη, συνειδητά ή ασυνείδητα έβαλε το σημαντικότερο κομμάτι της σε λήθαργο. Και κάθε φορά που δεχόταν μία πληγή από τη Ζωή και έπεφτε, τόσο πιο βαθύς γινόταν αυτός ο λήθαργος. Τελικά, έφτασε και το πλήρωμα του Άρχοντα και ξέχασε τελείως και την ύπαρξη του πιτσιρικά.

Πλέον, κάτι βράδια μονάχα, τις ελάχιστες φορές που σηκώνει το κεφάλι και κοιτάζει τον βραδινό ουρανό, βλέπει τον μαέστρο της Νύχτας, το Φεγγάρι, να δίνει την λάμψη του σε φευγαλέες σκιές μακρινών ονείρων και αναρωτιέται τι απέγινε ένα πιτσιρίκι που κάποτε γνώριζε. Κλείνει τα μάτια, βγάζει έναν βουβό αναστεναγμό και ανασυγκροτείται με την παρηγοριά πως πολύχρωμες πολιτείες υπάρχουν μόνο στα παραμύθια για μικρά παιδιά και αυτός έχει ήδη μεγαλώσει ........

Μικρά καΐκια γεμάτα όνειρα

Είναι παντού, μικρά καΐκια διασκορπισμένα σε κάθε πόλη, γειτονιά, λεωφόρο, δρόμο ή δρομάκι.

Οι χώροι τους είναι μικροί, όπου, συχνά, κάθε εκατοστό έχει και μία χρήση. Κάθε καΐκι και διαφορετικό, άλλο φτιαγμένο με μεράκι και πολύ φροντίδα, άλλο σκονισμένο και παρατημένο από τον αγώνα που συμμετάσχει. Μερικά έχουν φθαρεί, μετρώντας μερικές δεκαετίες στο σκαρί τους, ορισμένα λάμπουν ακόμα στους μόλις λίγους μήνες ζωής. Στολίζονται ανάλογα με τον ιδιοκτήτη και τα ψάρια που προσπαθούν να έλξουν, με χιλιάδες χρώματα και κάθε λογής ταμπέλες,. Μικρά καΐκια στη θάλασσα της παγκοσμιοποίησης και του ελεύθερου εμπορίου. Συχνά πέφτουν στις τρικυμίες της και χάνονται, συχνά όμως πάλι ένα νέο έρχεται να γεμίσει το κενό που άφησαν.

Ερχόμαστε καθημερινά σε επαφή μαζί τους, είτε οπτικά είτε χρηστικά και όμως ξεχνάμε τι κρύβουν πίσω από την βιτρίνα τους. Ξεχνάμε πως στα λίγα τετραγωνικά τους κρύβονται όνειρα, όνειρα καλύτερης ζωής και πως οι καπετάνιοι τους έχουν επενδύσει σε αυτά το μεγαλύτερο κεφάλαιο της ζωής, τις ελπίδες τους.

Στο κάθε μικρό καΐκι της γειτονιάς λοιπόν και στους καπετάνιους τους, θερμές ευχές για ευνοϊκές θάλασσες.

Κάνε τά αλλά θυμήσου

Κρίνε βασισμένος στην πρώτη ματιά και εντύπωση

Μείνε στις λέξεις και μην κοιτάς πίσω από αυτές

Άκου τις φράσεις και μην ψάχνεις ανάμεσά τους

Εξοργίσου όταν απλά χρειάζεται να δείξεις κατανόηση

Πέσε χαμηλά για να εξυψώσεις το εγώ σου

Τσαλάκωσε τα όνειρα άλλων για να νιώσεις ατσαλάκωτος

Κατάκρινε ό,τι δεν έχεις συναντήσει ποτέ ξανά και δεν κατανοείς

Πλήγωσε για να νιώσεις ατρόμητος

Δώσε ψεύτικες ελπίδες για να γίνει αρεστός

Φύγε χωρίς τον σεβασμό του ‘αντίο’

Κορόιδεψε για να αισθανθείς έξυπνος

Αποδέξου για να γίνεις αποδεκτός


Κάνε όλα τα παραπάνω αλλά ...


Θυμήσου πως, αργά ή γρήγορα, θα γευτείς την γεύση σου.

Μία περίεργη παρέα

Μία παρέα, δύο κυρίες και ένας κύριος. Περίεργες οι μεταξύ τους σχέσεις, συχνά αντικρουόμενες, συχνά αλληλένδετες.

Η πρώτη κυρία, μια τρομερή νταρντάνα, με δυνατή φωνή και πικρό χαμόγελο. Ντύνεται απλά, χωρίς πολλά φρουφρού και αρώματα, αδιαφορώντας συχνά για τις προσταγές της κοινωνίας. Όταν μιλά, ακούγεται σκληρά και συνήθως επιφέρει είτε η θλίψη είτε η οργή. Δεν είναι κακιά, απλώς έτσι είναι. Δύσκολος χαρακτήρας, που πολλοί δεν επιθυμούν ως παρέα και οι λιγοστοί που το τολμούν, συχνά επιθυμούν να ξορκίσουν. Τραγικός χαρακτήρας, που στην τελική, πάντα φέρνει την λύτρωση με τον έναν ή άλλο τρόπο.

Η δεύτερη κυρία, μία μικροκαμωμένη ντελικάτη γυναίκα. Πολύ προσεγμένη στην εμφάνιση της, γλυκιά και μελωδική. Χαρίζει παντού χαμόγελα και ζεσταίνει τις καρδιές με τα σχόλιά της. Πάντα καλοδεχούμενη και πάντα πρόθυμη. Όλοι χαίρονται να την ακούνε να μιλάει, αν και πάντα υπάρχουν και αυτοί που, καλώς ή κακώς, αμφισβητούν τα αγνά της κίνητρα. Ήρεμος χαρακτήρας, χωρίς εξάρσεις, που ορισμένες φορές απλώς χάνεται μέσα στον εθισμό της να ευχαριστήσει.

Ο κύριος, ένας σοβαρός στιβαρός άνδρας. Ψηλός και λιτός,. Ένας ψαρομάλλης που περπατά με το κεφάλι πάντα ψηλά. Μετρημένος σε όλα του, ούτε πολλά ούτε λίγα, ακριβώς όσα χρειάζονται. Όταν εμφανίζεται, συνήθως επικρατεί σιωπή. Μιλά αβίαστα, αργά και σταθερά. Απαιτεί την προσοχή όλων και συνήθως την κερδίζει. Όσοι τον κερδίσουν στην παρέα τους, αισθάνονται υπερήφανοι που τον έχουν, οι υπόλοιποι απλώς ποτέ δεν τον γνώρισαν. Βαρύς χαρακτήρας που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του.

Περίεργη παρέα. Και οι τρεις αναγκαίοι και οι τρεις απαιτητικοί και οι τρεις ωφέλιμοι.

Τα ονόματά τους;

Ειλικρίνεια

Ευγένεια

Σεβασμός

Ένα καράβι που το λέγαν Επικοινωνία

Τραγικό. Ζούμε σε μία εποχή όπου διαθέτουμε, όσο ποτέ άλλοτε, τον μεγαλύτερο αριθμό μέσων επικοινωνίας αλλά, ειρωνικά, δεν επικοινωνούμε. Μιλάμε, συνομιλούμε τηλεφωνικά, ηλεκτρονικά, μέσω μηνυμάτων, γράφουμε, διαβάζουμε, σχολιάζουμε, αλλά κάπου σε αυτή την πληθώρα των μέσων μας διαφεύγει ο στόχος για τον οποίο δημιουργήθηκαν, η επικοινωνία.

Σε μία σύντομη διαδικτυακή έρευνα, βρήκα ένα ηλεκτρονικό λεξικό, το οποίο δίνει την ακόλουθη ετυμολογία:

επικοινωνία η [epiinonνa]: 1.η διαδικασία με την οποία μεταδίδεται ένα μήνυμα, μια πληροφορία κτλ. σε κπ. ή ανταλλάσσονται γνώσεις, σκέψεις κτλ. με κπ. χρησιμοποιώντας γραπτό ή προφορικό λόγο, διάφορα μέσα τηλεπικοινωνίας, κινήσεις, σήματα κτλ. 2α. μετακίνηση, μεταφορά κτλ. ανάμεσα σε δύο τόπους, χώρους, σημεία, συγκοινωνία. β. (πληθ.) σύνολο τεχνικών μέσων με τα οποία γίνεται η επικοινωνία: 3α. η διαδικασία με την οποία μεταδίδονται μηνύματα, πληροφορίες κτλ. ή ανταλλάσσονται γνώσεις, σκέψεις μεταξύ ατόμων ή ομάδων με συνέπεια τη δημιουργία σχέσεων· (πρβ. επαφή) β. (νομ.) Δικαίωμα επικοινωνίας: α. το δικαίωμα των πολιτών μιας χώρας να ταξιδεύουν ελεύθερα σε άλλες χώρες. β. το δικαίωμα του γονέα που δεν έχει την επιμέλεια του παιδιού του να επικοινωνεί με αυτό σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Πολύ στεγνή διατύπωση για μία τόσο όμορφη λέξη, αλλά δέχομαι πως η γλώσσα είναι επιστήμη και η επιστήμη πρέπει να είναι απαλλαγμένη από τα ανθρώπινα πάθη [αναρωτιέμαι αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό καθώς τα πάθη είναι ίδιον ανθρώπου, αλλά ας μην χαθούμε σε λαβύρινθους παραπλεύρων σκέψεων].

Από την άλλη, καλώς ή κακώς, ποτέ δεν ήμουν το άτομο των άνευ συναισθημάτων ορισμών, εξηγήσεων, εκφράσεων και εκφάνσεων.

Η παραπάνω ετυμολογία δεν αναφέρει, πλην της παρένθεσης του 3α και την αχνή αχτίδα της λέξης επαφή, πως αυτή η διαδικασία ανταλλαγής συμπεριλαμβάνει και συναισθήματα και πως μερικές φορές ακριβώς αυτή η διαδικασία γίνεται και το λίκνο των ίδιων των συναισθημάτων.

Ο άνθρωπος δεν σκέφτεται μόνο με το μυαλό. Κάθε μεταφορά σκέψης του ή άποψής του φέρει αποτυπώματα των συναισθημάτων του. Όσο ανεπαίσθητα και να είναι αυτά, υπάρχουν και πάλλονται ανάμεσα και πίσω από τις λέξεις. Είναι άηχα αλλά ακούγονται, απλώς δεν γίνονται αντιληπτά μέσω των αυτιών ή των ματιών. Περνούν σαν λαθρεπιβάτες της όρασης και ακοής και φτάνουν στην ψυχή, κλείνοντάς της το μάτι και χαμογελούν.

Με τον κέρσορα να αναβοσβήνει στην αρχή αυτής εδώ της παραγράφου, σταματώ για να διαβάσω όσα έγραψα παραπάνω και συνειδητοποιώ πως οριοθέτησα την επικοινωνία, περιοριζοντάς την σε δύο μόνο αισθήσεις. Αλλά και ένα χάδι δεν μεταφέρει σκέψεις; Τελικά, είμαστε ζωντανοί οργανισμοί-μέσα επικοινωνίας.

Η επικοινωνία είναι σαν ένα καράβι. Το λιμάνι προέλευσής του δεν μπορεί πάντα να προβλεφθεί, ούτε και η ώρα άφιξής του. Οι επιβάτες και λαθρεπιβάτες του είναι γνωστοί άγνωστοι. Μερικές φορές εμφανίζεται σε σημεία και στιγμές που φαντάζουν παράδοξα και συχνά ο προορισμός του χαράσσεται κατά τη διάρκεια της πορείας του. Το ταξίδι όμως είναι μαγικό. Και το καράβι μπορεί να κρύβει αμύθητους θησαυρούς. Μόνο εισιτήριο, ένα ανοιχτό μυαλό και μία ανοιχτή ψυχή.

Τολμήστε να επικοινωνήστε. Ανοιχτείτε και καλούς ανέμους στα πανιά σας!

Ο Γάμος

Πήγα σήμερα, μετά από παρά πολύ καιρό, σε έναν θρησκευτικό γάμο. Τον πρώτο σε μία δεκαέτια και ίσως παραπάνω. Σαν άτομο δεν είμαι καθόλου οπαδός της εκκλησίας. Ένιοτε, σε φιλικές συζητήσεις, παίρνω τον ρόλο του επικριτή των θρησκειών, και δη του Χριστιανισμού, αλλά, παρ’όλα αυτά, θεωρώ την πίστη άκρως προσωπικό θέμα και αναποσπαστο δικαίωμα του κάθε άνθρωπου. Όπως δεν κατάκρίνω όσους πιστεύουν, το ίδιο περιμένω και εγώ ώς αντιμετώπιση στην μη πίστη μου.

Περπατώντας προς τον Ναό, τα συναισθήματα μου ήταν ανάμεικτα. Από τη μία η γλυκιά αίσθηση για τον γάμο των παιδιών, από την άλλη η απάθεια μου προς τον χώρο/θεσμό όπου θα τελούνταν. Δεν κρύβω πως όταν πάτησα το πόδι μου στο σκαλί, λίγο πριν εισέλθω στην εκκλησία, στιγμιαία αναρωτήθηκα αν θα γίνει κάτι. Κατά τη διάρκεια του μυστηρίου, ο σκεπτικιστής μέσα μου προσπαθούσε να μαντέψει αν οι Ιερείς τελούσαν όντως κάτι το ιερό ή αν απλώς ήταν μία ακόμα καθημερινή μέρα στη δουλειά. Παρατήρησα, με εκνευρισμό μπορώ να πω, πως το ταβάνι δεν ήταν ζωγραφισμένο αλλά είχε ταπετσαρία. Κοίταξα τις αγιογραφίες, προσπάθησα να καταλάβω τα λόγια των ψαλμών και αν όλοι οι παρευβρισκόμενοι πίστευαν όντως σε αυτό ή ήταν απλώς εκεί γιατί έτσι συνηθίζεται.

Και τότε ο Ιερέας έψαλε: « Αρραβωνίζεται ο δούλος του Θεού.......» και θυμήθηκα αύτό που ένοιωσα όταν η νύφη μου είχε δώσει την πρόσκληση για τον γάμο. Δέος. Δέος, όχι για το μύστηριο, στο οποίο εξάλλου δεν πίστευα. Άλλα δέος γνωρίζοντας πως τα δύο παιδιά που παντρεύονταν το βίωναν πραγματικά. Δεν ήταν ο γάμος που γίνονταν για το θεαθήναι και λόγω εθιμοτυπίας. Ήταν ο γάμος όπου δύο νέοι άνθρωποι, με βάθεια πίστη στον Θεό της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, επισφράγιζαν την αγάπη τους ενώπιον Του. Και ήταν αρκετό να με κάνει να ανατριχιάσω.

Δεν είχε σημασία αν οι Ιερείς έψελναν από συνήθεια ή όχι, δεν έχει σημασία αν όλοι εκεί μέσα μετείχαν ψυχί και σώματι στην ένωση αυτή ή απλώς τελούσαν τις κοινωνικές τους υποχρεώσεις, δεν είχε καν σημασία ο σκεπτικισμός μου προς τις θρησκείες και άρνηση μου να αποδεχτώ μία από αυτές. Το μυστήριο δεν ήταν οι ψαλμοί, οι Ιερείς, ο Ναός και τα έθιμα του γάμου. Το μυστήριο ήταν το ίδιο το ζευγάρι. Το ιερό ήταν η πίστη που είχαν μέσα τους αυτοί οι δύο άνθρωποι και για αυτούς ο Θεός ήταν παρών.

Μακάριοι όντως.....

Περηφάνια, λάβαρό μου

Πάντα υπερηφανευόμουν για την περηφάνια μου. Πάντα την θεωρούσα ένα από τα μεγάλα μου προσόντα. Ακόμα και όταν στους άλλους φάνταζε ως παράλογη σκληρότητα και παγωνιά, εγώ θεωρούσα πως ήταν μη διαπραγματεύσιμη, το λάβαρό μου που πάντα ανέμιζε αγέρωχα και καθαρά. Ένα λάβαρο που περίφερα σε κάθε μου εκδήλωση.

Μία φίλη, υπερήφανη και αυτή από ανάθρεμμα, μου επισήμανε πρόσφατα πόσο χαζή μπορεί τελικά να καταντήσει η περηφάνια. Σε εγκλωβίζει στον υψηλό της θρόνο και δεν σε αφήνει να είσαι πραγματικά εσύ. Σε φέρνει αντιμέτωπο με τον ίδιο σου τον εαυτό και τα συναισθήματά σου. Σε κρατά μακριά από τους άλλους και αρκετές φορές σε απομονώνει. Σε βάζει στα όρια της και καταστρέφει σαν σαράκι τις σχέσεις σου.

Όταν μου εξέφραζε τις απόψεις της κουνούσα δύσπιστα το κεφάλι μου. Της αντιπαρέθετα πως καλύτερα περηφάνια και μοναξιά παρά ταπεινοσύνη και συντροφιά. Το επιχείρημά της όμως ήταν αδιάσειστο: ανθρώπινη υπόσταση. Θέλει θάρρος να κατανοήσει κάνεις πως είναι άνθρωπος και δεν μπορεί να τα κάνει όλα μόνος. Χρειάζεται δύναμη να ζητήσεις βοήθεια. Και η περηφάνια συχνά είναι απλώς η πανοπλία μέσα στη δειλία μας να παραδεχτούμε το αυτονόητο: πως ως άνθρωποι έχουμε ανάγκες.


Όταν μου τα έλεγε όλα αυτά δεν ήξερα πως ήμουν σε ένα μάθημα για το οποίο δύο μόλις μέρες μετά θα έδινα εξετάσεις. Η ζωή όμως, αυτή η μεγάλη Κυρά, έχει περίεργους τρόπους διδασκαλίας και συχνά μεγάλη δόση -;μαύρου- χιούμορ. Το λάβαρο έγινε κλουβί, σίδερα που φυλάκιζαν το καλύτερο, το όμορφο, το ποθητό. Θλίψη, υψηλά καθούμενη, αλλά θλίψη και η περηφάνια, λόγχη που τρύπαγε και ξέσκιζε το μέλλον.

Τα λάβαρα τελικά αξίζουν μόνο όταν αντιπροσωπεύουν αρχές που σε βοηθούν να αναπτυχθείς και οι φίλοι στέκονται ορθοί απέναντί σου όταν σου υποδεικνύουν ποια λάβαρα πρέπει να θυσιάσεις για να δημιουργήσεις έναν καλύτερο εαυτό.

Στην Στέλλα και τον Σπύρο: ευχαριστώ ...

Και...

Και ξαφνικά αρχίζεις να αναρωτιέσαι αν είναι όντως έτσι τα πράγματα. Βάζεις τα συναισθήματά σου κάτω από το μικροσκόπιο της ψυχρής λογικής σου και τα αναλύεις. Έτσι έμαθες εξάλλου να κάνεις με όλα, έτσι έχεις κρυσταλλωθεί ως χαρακτήρας, ένας ονειροπόλος ορθολογιστής.

Και τα εξετάζεις σαν μία ίωση, τα πρώτα συμπτώματα της οποίας έχουν αρχίσει να φαίνονται και σκέφτεσαι αν είναι καιρός να αρχίσεις την αντιβίωση. Επικίνδυνη όμως αυτή η ίωση, αντί να σε κάνει να νοιώθεις άσχημα, σε κάνει να χαμογελάς και πάλι σαν παιδί. Αλλά από την άλλη, πόσες φορές αρρώστησες και στην τελική αποδείχτηκε ένα απλό περαστικό κρύωμα; Ένα κρύωμα που πέρασε παίρνοντας απλώς μια εγκεφαλική ασπιρίνη, αντισώματα που το μυαλό περήφανα αποκαλεί αυτοσυντήρηση.

Και συνεχώς αυτή η μικρή φωνή που σου λέει πως αρκετά με τα μικρά κρυολογήματα, αρκετά με τα αντισώματα, αρκετά με την αυτοσυντήρησή σου. Μήνες τώρα αυτή η φωνή σε καταδιώκει, υπενθυμίζοντας σου πως δεν έχεις γεννηθεί για να γίνεις έτσι, για να καταντήσεις έτσι. Μήνες τώρα που την ακούς ώρες ώρες να τσιρίζει πως είναι καιρός, πως το χρωστάς στον ίδιο σου τον εαυτό.

Και ξέρεις καλά πως η φωνή έχει δίκιο. Ξέρεις πως σαν παιδί δεν έβλεπες με τέτοιο βλέμμα. Ξέρεις πως έχεις τολμήσει πολύ πιο ακραία πράγματα στην ζωή και έχεις νικήσει. Ξέρεις πως αν σκέφτεσαι συνεχώς δέκα μέρες μπροστά, χάνεις και το σήμερα αλλά και τις μελλοντικές εννέα. Ξέρεις πως έχεις τη δύναμη να το κάνεις και πως θα ξαναέρθεις πιο κοντά στο πραγματικό σου είναι.

Και τι γίνεται την δέκατη μέρα; αντιπαραβάλλει ο Κέρβερος του μυαλού. Όλα κάποτε ξεθωριάζουν, το γνωρίζεις επίσης καλά. Και ποιος νομίζεις θα καταφέρει όχι απλώς να κατανοήσει το χάος σου αλλά και να το δαμάσει; Άνοιξες για λίγο ένα παράθυρο και ο άλλος χάθηκε στους δαίδαλους του είναι σου, δεν σε αναγνώριζε. Φαντάσου τι έχει να γίνει αν του ανοίξεις την πόρτα. Κράτα την κλειστή. Είναι πιο φρόνιμο, πιο συνετό. Το ξέρεις πως εγώ σε κρατώ στα πόδια σου τόσο χρόνια, άκουσε με!

Και στην τελική; Στην τελική απλώς ελπίζεις, ακόμα και αν θεωρείς τις ελπίδες άσχημους συμβούλους που αδιαφορούν για την πραγματικότητα. Απλώς ελπίζεις πως έχεις μαγέψει τον ορθολογιστή του άλλου τόσο ώστε να δώσει πνοή στον ονειροπόλο μέσα σου.

Ο γίγαντας και μερικοί ύποπτοι τύποι

Η ένταξη στο κοινωνικό σύνολο και η αποδοχή καθενός μας από αυτό λένε πως αποτελεί ίδιον του ανθρώπου. Όλες οι κοινωψυχολογικές έρευνες του homo sapiens [στην καλύτερη για homo erectus μας κόβω αλλά τέλος πάντων λίγη αυτοπεποίθηση ποτέ δεν έβλαψε] αυτό φαίνεται να δείχνουν: Η κοινωνική αποδοχή αποτελεί ανθρώπινη ανάγκη.

Χρειάζεται να ανήκουμε σε μία παράταξη, σε μία θρησκεία, σε μία ομάδα, σε μία τάξη, σε ένα σόι, σε μία νοοτροπία, σε έναν σωματότυπο, σε μία συμπεριφορά. Εξυμνούμε την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου αλλά παρ’ όλα αυτά, τον θέλουμε και μέρος ενός συνόλου με κοινά χαρακτηριστικά/στόχους/ιδιότητες κτλ. Μία κοινωνία γεμάτη εκατοντάδες κουτιά έτοιμα να περικλείσουν την μοναδικότητά μας, να την απορροφήσουν και να προσφέρουν την πολυπόθητη επιβεβαίωση του «αφού με δέχονται και αποδέχονται, αξίζω».

Που και που όμως εμφανίζονται, εκνευριστικά για το σύνολο θα έλεγε κανείς, και ορισμένοι ύποπτοι τύποι που [παντελώς βλάσφημα!] αδιαφορούν για την γενικότερη αποδοχή, που φαίνονται να απολαμβάνουν [αίσχος!] την μοναδικότητά τους και που αναζητούν την επιβεβαίωση εκ των έσω [σα δεν ντρέπονται!]. Οι τύποι αυτοί να ρίξουν τον γίγαντα της κοινωνίας είναι κομμάτι δύσκολο, αλλά ακόμα και ένας γίγαντας ενοχλείτε από ένα τόσο δα αγκαθάκι στην πατούσα του. Αλλά η γιατρειά υπάρχει και στην προκείμενη είναι πολύ απλή. Δεν χρειάζεται καν να τους αφαιρέσουμε, απλώς τους χαρακτηρίζουμε, τους κοτσάρουμε την ταμπέλα του περίεργου, τρελού, ιδιότροπου, στριμμένου, αντικοινωνικού, γραφικού, και άλλων πολλών -;ου και τελειώσαμε. Το διαφορετικό αναγνωρίστηκε, αντιμετωπίστηκε, καταχωρήθηκε και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Ουφφφφφφ, ξεμπερδέψαμε και από αυτό και το μόνο που έμεινε ήταν μία φευγαλέα σκέψη που διώξαμε μέσα στην αποδοχή που γενικότερα αισθανόμαστε:

«Κοίτα να δεις ρε φίλε τι παράξενοι τύποι υπάρχουν! Τύποι που δεν μετρούν τον πλούτο σε αμάξια και ακίνητα, που δεν φθονούν όσους έχουν παραπάνω, που δεν κρίνουν από το περιτύλιγμα, που γελάνε και το εννοούν, που ακούνε πριν κατακρίνουν, που σκέφτονται λίγο παραπάνω, που ψάχνουν τις αιτίες αντί για τις αφορμές, που δεν σε κοιτούν σαν εχθρό επειδή έχεις άλλα πιστεύω, που δέχονται να ακούσουν μία διαφορετική άποψη, που γίνονται πραγματικοί φίλοι χωρίς απώτερους σκοπούς, που κοιτάζουν την πάρτη τους και δεν ασχολούνται με τον γείτονα και που δεν σε βλέπουν ως αναλώσιμο. Κοίτα να δεις!»

Γιωργάκηηηηηηηηη μηηηηηηηηη στα βαθειάαααααααα

Μπήκαμε πλέον και επίσημα στο καλοκαίρι. Αν και πολλοί ήταν αυτοί που δεν περίμεναν την τυπική είσοδο των θερινών μηνών εχτές και ξεχύθηκαν εδώ και μέρες στις παραλίες. Μάλλον κάποιος ξέχασε να ενημερώσει τους υπεύθυνους της Καλοκαίρι Ο.Ε. πως φέτος, λόγω σοβαρών προβλημάτων της θυγατρικής Άνοιξης Ο.Ε. και γενικότερα των ανακατατάξεων που επικρατούν στην Κλίμα Όμιλος Εταιρειών Α.Ε, η επίσημη τελετή έναρξης εργασιών θα έπρεπε να έχει γίνει εδώ και εβδομάδες.

Καλοκαίρι λοιπόν και τα πέλματα πολλών γυναικών βρίσκονται σε καρέκλες προς πασπάτεμα και πεντικιούρ, τα κεριά αποτρίχωσης γνωρίζουν την συνηθισμένη αποθέωση για τις σαδιστικές τους ιδιότητες, οι ξανθιές ανταύγειες αυξάνονται ενώ το ελληνικό DNA πεισματικά συνεχίζει να παράγει καστανές κεφαλές, τα καταστήματα συνεχίζουν τον αγώνα για το βραβείο του μαγιώ ‘πουείμαιβρεςμεανμπορείς’ και του ζευγαριού γυαλιών ηλίου ‘κρύβωμούρεςκαιξενύχτια’, τα πέδιλα προσπαθούν να επιδείξουν κάθε μορφή δημιουργικότητας στα 3 τετραγωνικά χιλιοστά δέρματος που διαθέτουν, τα ινστιτούτα αισθητικής σε κράζουν έμμεσα κάνοντάς σε να νοιώθεις και τύψεις που δεν τα επισκέφθηκες και σε όλους έχει αρχίσει να ξυνίζει άσχημα η Αθήνα.


Τόλμησε τώρα εσύ να μην είσαι ημίθεος ή πλανεύτρα του Δία, να μην έχεις τουλάχιστον 5 μαγιώ για να αλλάζεις στην πασαρελοπαραλία, και το χειρότερο από όλα.. να μην έχεις προορισμό για τις καλοκαιρινές διακοπές. Αίσχος! Εξάλλου γιατί υπάρχουν τα δάνεια, αν όχι για να χρεωθείς για 10 χειμώνες 2 εβδομάδες σε κάποιο Ελληνικό νησί;;;;; Τόλμησε να πεις πως δεν έχει κανονίσει εισιτήρια, ξενοδοχεία, πλαζ και απλώστρα και απόλαυσε το σηκωμένο φρύδι του άλλου.


Και ξεχυνόμαστε στις παραλίες που θυμίζουν καράβι για το οποίο παρακόψανε εισιτήρια ξαπλώστρας, την αιώνια μαμά ελληνίδα με το στόμα-ντουντούκα να φωνάζει στο καμάρι της, τους πολλά βαρύς και όχι γκόμενους, τις είμαι-θεά-λατρέψτε με γκόμενες, το "όμορφο" πλήθος να γελά με το "άσχημο" και το "άσχημο" να κουτσομπολεύει το "όμορφο" και άλλες στιγμές καθημερινής παράνοιας με μπαλάκια τένις δολοφόνους, που στην τελική γελάς με την ίδια σου την τρέλα και αναρωτιέσαι πως τα καταφέρνεις.


Τα κουβαδάκια μου και άλλη παραλία, όποια αντέξει βεβαίως, βεβαίως!


Κάποιος αυτές τις στιγμές κάπου...

Σκέψου ακριβώς αυτές τις στιγμές που εσύ διαβάζεις αυτή την καταχώρηση πως, κάπου σε αυτόν τον πλανήτη, συμβαίνει κάτι από τα ακόλουθα:

  • Κάποιος άνθρωπος παίρνει για πρώτη φορά στην αγκαλιά του το νεογέννητο παιδί του
  • Κάποιος άνθρωπος κλαίει για τον χαμό του νεογέννητου παιδιού του
  • Κάποιοι άνθρωποι κάνουν έρωτα για πρώτη φορά
  • Κάποιοι άνθρωποι πυροβολούν ο ένας τον άλλον
  • Κάποια ζευγάρια παντρεύονται
  • Κάποια ζευγάρια χωρίζουν
  • Κάποιοι άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα
  • Κάποιοι άνθρωποι βαρυστομαχιάζουν από το πολύ φαγητό
  • Κάποιος άνθρωπος ακούει για πρώτη φορά το «αγαπώ»
  • Κάποιος άνθρωπος λέει στον σύντροφο του «σε μισώ»
  • Κάποιο παιδί βουτά χαμογελώντας σε κάποια λίμνη
  • Κάποιο παιδί πνίγεται στην λίμνη των δακρύων του
  • Κάποιοι άνθρωποι ξανασμίγουν μετά από χρόνια
  • Κάποιοι άνθρωποι φεύγουν μακριά από τους αγαπημένους τους για χρόνια
  • Κάποιος άνθρωπος μαζεύει τα κομμάτια του και ξανασηκώνεται
  • Κάποιος άνθρωπος παραιτείται και αυτοκτονεί
  • Κάποιος άνθρωπος ξεχειλίζει από χαρά και αγάπη
  • Κάποιος άνθρωπος ξεχειλίζει από θυμό και οργή
  • Κάποιος άνθρωπος μεγαλουργεί
  • Κάποιος άνθρωπος καταστρέφει
  • Κάποιος άνθρωπος γεννιέται
  • Κάποιος άνθρωπος πεθαίνει

Και όλα αυτά και άλλα αμέτρητα συμβαίνουν στις λίγες αυτές στιγμές που εσύ διαβάζεις αυτό .... Συγκλονιστικό το ταξίδι που ονομάζεται ζωή.

Παρασκευή μεσημέρι.

Ο απολογισμός; Με μία πρώτη ματιά .. τίποτα.

Μία ακόμα εβδομάδα ποτισμένη στην καθημερινότητα. Μία ακόμα εβδομάδα με τα γνωστά τρεχάματα, έγγραφα, τηλέφωνα και καφέδες. Οι πέντε εργάσιμες της εβδομάδας πέρασαν στο παρελθόν και οι δύο πολυπόθητες περιμένουν ανυπόμονα στο μέλλον, πριν περάσει και πάλι το σφουγγάρι στον μαυροπίνακα του χρόνου και φτου και από την αρχή.

Κι όμως ήταν όντως έτσι τα πράγματα; Πόσοι άνθρωποι αναζητούν ακριβώς αυτή την, έστω και κατά διαστήματα χαοτική, ηρεμία της καθημερινότητας και δεν την βρίσκουν; Και πόσοι από εμάς που την έχουμε την ξορκίζουμε σαν κακό πνεύμα;

Δύο άτομα μου υπενθύμισαν πως πρέπει να χαίρομαι για την καθημερινότητα μου. Γιατί;

Γιατί ξυπνάω και έχω την υγεία μου.

Γιατί ξυπνάω και έχω το μυαλό μου

Γιατί ξυπνάω και έχω επιλογές

Γιατί ξυπνάω και έχω τα αγαπημένα μου πρόσωπα υγιή.

Γιατί ξυπνάω και έχω ανθρώπους που με σκέφτονται να μου λένε καλημέρα

Γιατί ξυπνάω και έχω μία δουλειά να εργαστώ

Γιατί ξυπνάω και έχω ένα σπίτι να γυρίσω

Τα ‘γιατί’ του κάθε ανθρώπου διαφέρουν και σίγουρα υπάρχουν και τα ‘γιατί όχι’. Αλλά, ενόψει των πολυπόθητων 2.880 λεπτών, ας δούμε με τα μάτια όσων τα ‘γιατί όχι’ τους συντρίβουν τα ‘γιατί’ τους και ας εισέλθουμε στις δύο αυτές μέρες χαρούμενοι για τις 5 ημέρες καθημερινότητες που περάσαμε.

Ο απολογισμός της εβδομάδας; 10.080 λεπτά ζωής!

Βιασύνη. Συνεχής βιασύνη σε κάθε εκδήλωση της ζωής μας. Τρέχουμε στο δρόμο, τρέχουμε στη δουλειά μας, τρέχουμε να προλάβουμε τα ψώνια, τρέχουμε να πιούμε έναν καφέ, τρέχουμε να δούμε φίλους και γνωστούς. Τρέχουμε κόντρα στην ίδια μας την ζωή. Και κάπου σε αυτόν τον αγώνα δρόμου, ασυναίσθητα, αρχίσαμε να τρέχουμε και στον έρωτα.

Βιαζόμαστε. Βιαζόμαστε να προσπεράσουμε τα πάντα. Το μπροστινό αυτοκίνητο, τον συνάδελφο στο φωτοτυπικό μηχάνημα, τον άλλον στην ουρά του ταμείου, το διπλανό τραπέζι στην παραγγελία, τις καθημερινές αγγαρείες. Βιαζόμαστε 24 ώρες το 24ώρο. Και κάπου ανάμεσα σε όλα τα κορναρίσματα, τις λάθος φωτοτυπίες, τις αποδείξεις και μερικούς καφέδες-στο-πόδι, προσθέσαμε και το φλερτ και την μαγεία του ανακαλύπτω τον άλλον σταδιακά.

Μια ζωή ταχυφαγείο. Όλα στη δίνη της νοοτροπίας «όσα περισσότερα προλάβω» Και ειρωνικά, ενώ σχεδόν πάντα τα προλαβαίνουμε όλα, δεν απολαμβάνουμε τίποτα. Μέσα στην βιασύνη μας, τίποτα δεν πρόλαβε να μπει μέσα μας, να μας αγγίξει πραγματικά. Στιγμές- ζεσταμένο φαγητό που σε δύο μέρες δεν θα θυμόμαστε καν την γεύση του. Αλλά μάθαμε να χαιρόμαστε και να είμαστε υπερήφανοι που προλάβαμε να φάμε.

Ψιτ, σταμάτα!

Ή τουλάχιστον βιάσου να ονειρευτείς.

ΟΧΙ/ΝΑΙ

ΟΧΙ. Τρία γράμματα, μόλις τρία γράμματα που όμως τσακίζουν κόκαλα. Μία μικρή λέξη που στην συνείδηση του λαού έχει ταυτιστεί με θάρρος και υπερηφάνεια. Τρία γράμματα που στην προσωπική μας ζωή σπάνια θέλουμε να ακούμε και που συνήθως επιλέγουμε να μην ακούμε. Μία λέξη που πληγώνει.

NAI. Επίσης τρία γράμματα, τρία γράμματα πολύ πιο εύκολα. Μια λέξη που "δείχνει" περισσότερη κατανόηση, περισσότερη ευαισθησία, περισσότερη μεγαλοψυχία. Δείχνει όμως και ευσυνειδησία; Δυστυχώς, όπως πολύ συχνά συμβαίνει με το σωστό και το εύκολο, οι δρόμοι αυτών των δύο είναι προς τελείως αντίθετες κατευθύνσεις.

Μπορείς να πεις πολλά ΝΑΙ. Μπορείς να αποσιωπήσεις τις φωνές μέσα σου, μπορείς να προσπαθήσεις να πείσεις τον εαυτό σου πως χαίρεσαι με την χαρά του άλλου, μπορείς ακόμα και να επαναπαυθείς πως έπραξες το σωστό. Άλλα είναι πραγματικά έτσι;

Λένε πως όσα δεν γνωρίζει κανείς δεν μπορούν και να τον πληγώσουν. Πολύ παρηγορητική δικαιολογία. Στην τελική ένα ανέντιμο ΝΑΙ πάντα πληγώνει. Μπορεί να μην πληγώνει συνειδητά, αλλά πληγώνει. Και πληγώνει όλους, και αυτόν που το λέει και αυτόν που το δέχεται και το αποδέχεται ως ειλικρινές. Και πληγώνει μακροχρόνια, καθώς το ένα ΝΑΙ φέρνει ένα ακόμα και εκείνο με την σειρά του ένα άλλο κ.ο.κ.

Τελικά, θέλει μεγάλο θάρρος να πεις ΟΧΙ και ακόμα μεγαλύτερη καρδιά να το αποδεχτείς με αξιοπρέπεια. Και όταν βρεις ένα άνθρωπο που σέβεται τα ΟΧΙ σου και δεν σε κατακρίνει για αυτά, τότε μάλλον έχεις βρει και έναν άνθρωπο που ίσως αξίζει να αποκαλείται φίλος.

Υπέροχη Ελληνική Language

Τελικά για να ζήσει κανείς στην Ελλάδα, πρέπει να μιλάει English. Αν μιλάς μόνο Ελληνικά φίλε μου την έβαψες, ούτε τις μισές διαφημίσεις στην τηλεόραση δεν θα καταλάβεις.

Εμείς μανιωδώς δίνουμε σχεδόν στα πάντα ξένα ονόματα και οι ξένοι καταπιάνονται με το να εξυμνούν τον πλούτο και την μαθηματική υπόσταση της Ελληνικής γλώσσας.

Από ονόματα καταστημάτων μέχρι χυμούς φρούτων, όλα είτε Αγγλικά είτε με λατινικούς χαρακτήρες. Έτσι που το πάνε, σε λίγο ούτε τον λογαριασμό του ΟΤΕ δεν θα μπορείς να διαβάσεις χωρίς την βοήθεια λεξικού [βλ. καινούργια διαφήμιση broadband-fixed-mobile]. Αν και υποψιάζομαι πως όλη αυτή η αγάπη για τις ξένες γλώσσες του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ellados είναι για να σε πονοκεφαλιάσουν τόσο, που όταν στο τέλος της ανάλυσης λογαριασμού δεις το ΠΛΗΡΩΤΕΟ ΠΟΣΟ να ανέρχεται σε μερικές εκατοντάδες Ευρώ, να χαρείς και από πάνω που επιτέλους κατάφερες να διαβάσεις κάτι!

Η ακόλουθη σκηνή που διαδραματίστηκε σε κατάστημα Μακ Ντοναλτς τα λέει όλα:

Στο διπλανό ταμείο έρχεται μία κύρια και ζητά από την υπάλληλο ένα παιδικό γεύμα. Ξεκινά λοιπόν η υπάλληλος την επίδειξη τόσο της ποικιλίας του ταχυφαγείου όσο και των γνώσεών της στην Αγγλική: «Με τι το θέλετε; Hamburger, cheeseburger, double cheeseburger;» Την κοιτά η κυρία σαστισμένη και πολύ εύστοχα της απαντά: «Πρέπει να ξέρω Αγγλικά για να παραγγείλω; Ένα παιδικό γεύμα με μπιφτέκι θέλω κοπέλα μου, από αυτά που δίνετε και το παιχνιδάκι στο κουτί!»


Κάτωθι δύο σύνδεσμοι σχετικά με την Ελληνική γλώσσα

Λόγος Ζολώτα [1957]

http://news.pathfinder.gr/greece/news/68244.html

Μαθηματική κατασκευή της Ελληνικής Γλώσσας

http://www.esoterica.gr/articles/contributions/occult/math_lang/math_lang.htm

Χαβ ε νάις ντέι!

2.880 vs 7.200

Βουρρρρρρρρρρρρρ και πάλι είναι Δευτέρα! 7.200 λεπτά μέχρι την Παρασκευή και τα πολυπόθητα 2.880 λεπτά του σαββατοκύριακου, άνιση η αναλογία γαμώτο!

Τελικά αυτές οι ανισότητες είναι που την κάνουν τη δουλεία!

Ανισότητα στην κοινωνική επιφάνεια, ανισότητα στην οικονομική άνεση, ανισότητα στις σωματικές αναλογίες, ανισότητα στα «πρέπει» και τα «θέλω», ανισότητα στο δεξί και αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου [αν και συνήθως παρατηρείται παντελής έλλειψη δραστηριότητας στο σύνολο της εν λόγω σφαίρας], ανισότητα μεταξύ φυλών, ανισότητα ποιότητας-ποσότητας.

Για τα 2.880 στριμωξίδια το σαββατόβραδο, δεν απολαμβάνουμε 7.200 ανέσεις Δευτέρα έως Παρασκευή. Για τα 2.880 τετραγωνικά εκατοστά παραπάνω στο σπίτι του γείτονα, δεν μας αρκούν τα 7.200 στο δικό μας. Για τα 2.880 λεπτά που παίρνει παραπάνω ο συνάδελφος, χαλιόμαστε 7.200 φορές την εβδομάδα. Για τα 2.880 γραμμάρια επιπλέον, καταριόμαστε τα 7.200 που δίνουν χάρη. Για τα 2.880 θέλω μας θυσιάζουμε τα 7.200 πρέπει μας. Για τα 2.880 ερεθίσματα του δεξιού λοβού, δεν δίνουμε σημασία στα 7.200 του αριστερού. Για τις 2.880 διαφορές μας με τους υπόλοιπους ξεχνάμε τις 7.200 ομοιότητές μας. Για 2.880 στοιχεία ποσότητας, πετάμε 7.200 ποιότητας.

Κάπως ανάποδα δεν τα έχουμε δει;

Καλά 7.200 λεπτά να έχουμε!

Πότε ήταν η τελευταία φορά;

Αναρωτήσου, πότε ήταν η τελευταία φορά που:


  • Είδες αγάπη σε ένα βλέμμα;
  • Είπες «γεία σου», «καλημέρα», «καλησπέρα» ή «καληνύχτα» εννοώντας πραγματικά τις ευχές που είναι;
  • Ένοιωσες ολοκληρωμένος;
  • Χαμογέλασες με τα μάτια σου;
  • Αγκάλιασες με την ψυχή σου;
  • Ούρλιαξες για όλα όσα σε χαλάνε;
  • Στάθηκες στο ύψος σου;
  • Έπεσες νικώντας εσένα;
  • Άγγιξες με λαχτάρα;
  • Μίλησες με κατανόηση;
  • Εκμυστηρεύτηκες στο φεγγάρι;
  • Γεύτηκες με πόθο;
  • Είδες με καθαρή ματιά;
  • Κοίταξες τα αστέρια;
  • Ταξίδεψες σε ένα μουσικό κομμάτι;
  • Τόλμησες να φανείς ευαίσθητος;
  • Στάθηκες να χαζέψεις ένα λουλούδι;
  • Γέλασες με την καρδιά σου;
  • Μίλησες με εσένα;
  • Έκλαψες λυτρωτικά;


Αλήθεια, πότε ήταν η τελευταία φορά που ήσουν πραγματικά εσυ....;

Χορδές-μαστίγια

Τελικά ο κυρ Παναγιώτης δεν είναι μόνος του. Εχτές το βράδυ ήρθε να προστεθεί και ένας άλλος άνθρωπος, όχι άγνωστος μου όμως αυτή την φορά. Ένας άνθρωπος που ‘αδικήθηκε’ από εμένα, με εμένα ως αμέτοχο δράστη στα θέλω της καρδιάς.

Υπάρχουν ορισμένα τηλεφωνήματα που είναι σαν ένα γερό ταρακούνημα. Ένα τέτοιο τηλεφώνημα ήρθε εχτές. Είχα να ακούσω νέα του μήνες τώρα. Είχα πάρει τηλέφωνο αλλά πάντα έβγαινε ο τηλεφωνητής. Το γεγονός δικαιολογήθηκε ως «άλλαξε κινητό, κάνει τη ζωή του, χάθηκε» και καταχωρήθηκε στο αρχείο της μνήμης, στον φάκελο με τα «Αν». Και όπως γίνεται με όλα τα αρχειοθετημένα θέματα [με ή άνευ Α.Π.], άρχιζε να ξεθωριάζει και να ξεχνιέται στη δίνη που λέγεται ζωή και μέλλον.

Περιέργως όμως, μερικές φορές, μία συμπαντική χορδή αρχίζει πάλλεται σε μία ελαφρώς διαφορετική νότα και εκεί ξεκινούν τα ταρακουνήματα. Σπάει το λουκέτο του αρχείου, βγαίνουν στην επιφάνεια και πάλι τα έγγραφα και γίνεται επιτακτική ανάγκη η εξέταση των καταχωρήσεών τους.

Η εξέταση αυτή, για να είμαστε ειλικρινείς, θα έπρεπε να έχει γίνει καιρό τώρα. Εξάλλου ένας άνθρωπος που φερόταν πάντα ως άνθρωπος και συνέχιζε να παραμένει στη ζωή σου ενώ εσύ έχεις γίνει η μετουσίωση του μικρού από τις Χαμηλές Πτήσεις του Αρκά [‘κορυφαία’ στιγμή: «Εγώ θα προσπαθήσω να σε κερδίσω»- «Καλώς, εξάλλου ποτέ δεν αποθάρρυνα ανθρώπους από ευγενείς και υψηλούς στόχους»] άξιζε πολλές αναθεωρήσεις στάσης. Υπήρχαν κατά καιρούς μικρά ξωτικά της συνείδησης που χοροπηδούσαν στο χαοτικό δάσος του μυαλού, αλλά το αρχείο παρέμενε αρχείο.

Και εχτές; Εχτές η χορδή έσπασε, έγινε μαστίγιο και μου έδωσε ένα ομορφότατο χαστούκι!

Που χάθηκες βρε κάθαρμα;

Δεν χάθηκα, μόλις βγήκα από το νοσοκομείο, ήμουν εκεί μήνες ...

Μα γιατί δεν πήρες ένα τηλέφωνο να έρθω να σε δω;

Γιατί; Γιατί δεν ήθελα να με δεις έτσι ... Μου έλειψες ....


Κυρ Παναγιώτη, πάλι καλά που υπάρχουν οι χορδές -μαστίγια, τα ταρακουνήματα και τα χαστούκια της ζωής ........

Συγγνώμη.

Ένας γνωστός άγνωστος εξιστορώντας μου σήμερα μερικές σκέψεις ενός 70χρόνου φίλου του, του κυρ Παναγιώτη, μου έδωσε την ιδέα για το ακόλουθο κείμενο, ένα κείμενο σχετικά με τους υπέροχους άγνωστους της διπλανής πόρτας, τους μη διάσημους και μη εμφανιζόμενους στα τηλεοπτικά κανάλια, οι οποίοι όμως έχουν πολλά να πουν.

Ο κυρ Παναγιώτης εκ πρώτης όψεως φαντάζει για ένας απλός ηλικιωμένος πολίτης σε δύσκολη οικονομική κατάσταση. Η μοναχοκόρη του είναι μακριά, στην Β. Ελλάδα, και ο ίδιος ζει σε ένα σπίτι άνευ ανέσεων χωρητικότητας, το οποίο δεν συνδέεται ούτε με την ΔΕΗ ούτε με την ΕΥΔΑΠ. Όλο του το σπιτικό είναι μαζεμένο σε ένα τροχόσπιτο και σε αυτό γυρίζει κάθε μέρα μετά τη δουλειά.

Αυτό που δεν δείχνει η πρώτη όψη είναι πως ο κυρ Παναγιώτης είναι μεγάλος διδάσκαλος. Και όχι μόνο. Ο ήρωάς μας είναι και παρασημοφορημένος από την Πολιτεία για την τέχνη του στο δέσιμο ναυτικών κόμπων. Ο ήρωάς μας δεν είναι άπορος, εργάζεται ακόμα. Ούτε άστεγος είναι. Η κόρη του επανειλημμένα του ζητά να ζήσει μαζί της στην Θεσσαλονίκη. Αυτό που δεν δείχνει η πρώτη όψη είναι η υπερηφάνεια του κυρ Παναγιώτη: « Δεν θέλω να με θυμούνται έτσι». Ο ήρωάς μας έχει μάθει να σκέφτεται, να αναλύει τα δρώμενα και να μην τα καταπίνει αμάσητα. Έχει μάθει να τολμά να λέει την άποψή του είτε ο δέκτης είναι διάσημος είτε όχι. Έχει εκφράσει πολύ εύστοχα την άποψη του σε Υπουργό: «Αυτό που χρειάζεστε εσείς οι πολιτικοί είναι να σας γ*** ένας σκύλος, έτσι που καταντήσατε την χώρα, αλλά και πάλι τι φταίει το σκυλί για να το πάθει αυτό;» Ο κυρ Παναγιώτης έχει καρδιά και η καρδιά του μιλάει με πάθος και μεταδίδει τις εμπειρίες 70 χρόνων σε δεκτικά αυτιά. Ο ο κυρ Παναγιώτής είναι πολεμιστής και δεν εγκαταλείπει, έχει μάθει να μάχεται.

Όπως λέει ο ήρωας αυτός «Ο καλύτερος και χειρότερος διδάσκαλος του ανθρώπου είναι ο χρόνος. Σε μαθαίνει τα πάντα αλλά στο τέλος σε σκοτώνει.»

Να ‘σαι καλά κυρ Παναγιώτη που υπάρχεις και μας θυμίζεις τι θα πει Άνθρωπος!

dgghhn